Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ελάτε εδώ

  • 1 идти

    идти 1) πηγαίνω \идти пеш ком πηγαίνω πεζός, πηγαίνω με τα πόδια" идите сюда ελάτε εδώ вы идёте? θα πάτε; идёмте! πάμε! 2) (отправляться) ξεκινώ, φεύγω 3) περνώ (о дороге, тж. о времени) путь идёт через.., о δρόμος περνάει από... 4) (делать ход ) παίζω 5) театр., кино παίζομαι сегодня вечером в театре идёт... απόψε στο θέατρο παίζεται.. 6) (об осадках): идёт дождь βρέχει идёт снег χιονίζει ◇ речь идёт о... πρόκειται για...
    * * *

    идти́ пешко́м — πηγαίνω πεζός, πηγαίνω με τα πόδια

    иди́те сюда́ — ελάτε εδώ

    2) ( отправляться) ξεκινώ, φεύγω
    3) περνώ (о дороге, тж. о времени)

    путь идёт че́рез... — ο δρόμος περνάει από…

    4) ( делать ход) παίζω
    5) театр., кино παίζομαι

    сего́дня ве́чером в теа́тре идёт… — απόψε στο θέατρο παίζεται…

    ••

    речь идёт о… — πρόκειται για…

    Русско-греческий словарь > идти

  • 2 ступать

    ступ||ать
    несов
    1. βαδίζω, πατώ, πηγαίνω:
    \ступать шаг за шагом πηγαίνω βήμα προς βήμα· осторожно \ступать βαδίζω προσεκτικά· \ступать на землю πατώ στή γή· \ступать через порог δρασκελίζω τό κατώφλι·
    2. повел.:
    \ступатьа́й! πήγαινε!· \ступатьа́йте сюда ἐλάτε ἐδώ.

    Русско-новогреческий словарь > ступать

  • 3 гей

    επιφ. ε, έι• гей! все сюда ε! όλοι (ελάτε) εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > гей

  • 4 кстати

    кстати
    1. нареч (к месту, вовремя) πάνω στήν ὠρα, στήν κατάλληλη στιγμή:
    деньги пришлись \кстати τά χρήματα βρέθηκαν στήν κατάλληλη στιγμή· очень \кстати ἀκριβώς πάνω στήν ῶρα·
    2. нареч (заодно) μέ τήν εὐκαιρία, μιά καί καλή, ταυτόχρονα:
    \кстати зайдите и за книгами μέ τήν εὐκαιρία ἐλᾶτε νά πάρετε καί τά βιβλία·
    3. вводн. сл. ἐδῶ πού τά λέμε, μιά καί τόφερε ἡ κουβέντα.

    Русско-новогреческий словарь > кстати

  • 5 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

См. также в других словарях:

  • έλα — (I) ἔλα (Α) «ἥλιος, αὐγή, καῡμα. Λάκωνες» (Ησύχ.). (II) (Μ ἔλα) 1. με προτρεπτική σημασία («έλα τώρα να δούμε τις λεπτομέρειες») 2. ως παρακελευσματικό μόριο («βασιλείς ελάτε, ελάτε και κτυπήσατε κι εδώ», Σολωμός) 3. με το που ως διηγηματικό… …   Dictionary of Greek

  • δεύτε — δεῡτε επίρρ. (AM) 1. εδώ, προς τα εδώ, εμπρός! (με προστ., «δεῡτε, λείπετε στέγας, ἐξέλθετε», Ευρ. Μήδ.) (με υποτ., «δεῡτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν καὶ κατάσχωμεν τήν κληρονομίαν αὐτοῡ» ΠΔ. «δεῡτε... σήμερον τιμήσωμεν» εκκλ.) 2. ελάτε, προσέλθετε… …   Dictionary of Greek

  • σκορπίζω — ΝΑ, και σκροπίζω Ν 1. διαλύω ένα σύνολο στα μέρη που τό συγκροτούν και τά πετώ εδώ και εκεί, σκορπώ, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «να μάσω τα μπουλούκια μου που τά χω σκορπισμένα», δημ. τραγούδι β. «τοὺς δ ὄρνεις ἐπιστάντας τὰ μὲν ἐσθίειν τὰ δὲ… …   Dictionary of Greek

  • παραδώ — και παραδώθε επίρρ. τοπ., πιο κοντά, πιο εδώ, καταδώ: Φύγετε απ εκεί, ελάτε παραδώθε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»